Μέρες πολλές ταξίδευαν, ώσπου οι άνεµοι τους έφεραν στο νησί των Κυκλώπων. Μόνο το πλοίο του Οδυσσέα πλησίασε εκεί. Τ α άλλα έντεκα καράβια έµειναν σ' ένα νησάκι απέναντι. Άραξαν το καράβι κι ο Οδυσσέας µε δώδεκα συντρόφους βγήκαν έξω. Κοντά στη θάλασσα είδαν µια θεόρατη σπηλιά και µπήκαν µέσα. Παντού υπήρχαν δοχεία µε γάλα και καλάθια µε τυρί και πλήθος αρνάκια και κατσίκια. Έφαγαν και περίµεναν να 'ρθει ο νοικοκύρης. Όταν τον είδαν όµως τρόµαξαν. Ήταν πανύψηλος κι είχε ένα µονάχα µάτι στο µέτωπο. Ήταν ο Κύκλωπας Πολύφηµος, ο γιος του Ποσειδώνα.Έκλεισε την πόρτα της σπηλιάς µ' ένα τεράστιο βράχο κι άναψε δυνατή φωτιά.
« Ξένοι ναυαγοί, γυρίζουµε απ' την Τροία», του είπε ο Οδυσσέας. Αµέσως ο Πολύφηµος άρπαξε δυο συντρόφους και τους έφαγε. Μετά έπεσε για ύπνο. Το πρωί έφαγε άλλους δύο, άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς, έβγαλε το κοπάδι, την ξανάκλεισε κι έφυγε. Τότε ο Οδυσσέας, ο πολυµήχανος, πήρε ένα µακρύ κλαδί, το έξυσε στην άκρη, ώστε να είναι µυτερό, και το έκρυψε στις στάχτες.
Το βράδυ γύρισε ο Πολύφηµος κι έφαγε κι άλλους δυο από τους συντρόφους. Τον πλησίασε τότε ο Οδυσσέας κρατώντας ένα ασκί µε γλυκό κρασί και του πρόσφερε να πιει. Εκείνος ήπιε, του άρεσε και ζήτησε κι άλλο. "Ποιο είναι το όνοµά σου» ρώτησε τον Οδυσσέα τότε. "Κανένα µε φωνάζουν», απάντησε εκείνος. "Εσένα, Κανένα, θα σε φάω τελευταίο», ξανάπε ο Κύκλωπας και συνέχισε να πίνει, ώσπου τελείωσε όλο το κρασί και µεθυσµένος αποκοιµήθηκε.
Σηκώθηκε τότε ο Οδυσσέας, άρπαξε το µυτερό κλαδί και, µε τη βοήθεια των συντρόφων του, το κάρφωσε στο µάτι του Πολύφηµου. Εκείνος πετάχτηκε ουρλιάζοντας και φώναζε βοήθεια. Οι άλλοι Κύκλωπες έτρεξαν έξω απ' τη σπηλιά "Τι έπαθες, Πολύφηµε», ρωτούσαν. "Με τύφλωσε ο Κανένας». «Αφού κανένας δε σε τύφλωσε, τι φωνάζειο του απάντησαν κι έφυγαν θυµωµένοι.
Τα ξηµερώµατα ο Κύκλωπας άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς και κάθισε εκεί µε απλωµένα χέρια για να τους πιάσει. Όµως ο Οδυσσέας έδεσε τους συντρόφους του κάτω από την κοιλιά των πιο µεγάλων κριαριών κι ο ίδιος κρεµάστηκε απ' τα µαλλιά του πιο
µεγάλου ζώου. Ο Κύκλωπας χάιδευε στη ράχη τα κριάρια, καθώς έβγαιναν,
και δεν κατάλαβε πως από κάτω ήταν οι άνθρωποι.
Όταν βγήκαν όλοι απ'τη σπηλιά, έτρεξαν στο καράβι και ξεκίνησαν. Καθώς αποµακρύνονταν, φώναξε ο Οδυσσέας.
«Πολύφηµε, αν σε ρωτήσουν ποιος σε τύφλωσε, να πεις ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη απ' την Ιθάκη».
ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ, ΘΑ ΠΑΡΑΘΕΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΗΧΑΝΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ,ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΙΘΑΚΗ. ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΥΤΑ, ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΘΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΗΡΟΥ "ΟΔΥΣΣΕΙΑ".