Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

ΑΦΙΞΗ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΚΥΚΛΟΠΩΝ


Μέρες πολλές τα­ξίδευαν, ώσπου οι άνεµοι τους έφεραν στο νησί των Κυκλώ­πων. Μόνο το πλοίο του Οδυσσέα πλη­σίασε εκεί. Τ α άλλα έντεκα καράβια έµει­ναν σ' ένα νησάκι απέναντι. Άραξαν το καράβι κι ο Οδυσσέας µε δώδεκα συντρόφους βγήκαν έξω. Κοντά στη θάλασσα είδαν µια θεόρατη σπηλιά και µπήκαν µέσα. Παντού υπήρχαν δοχεία µε γάλα και καλάθια µε τυρί και πλήθος αρνάκια και κατσίκια. Έφαγαν και περίµεναν να 'ρθει ο νοικοκύρης. Όταν τον είδαν όµως τρό­µαξαν. Ήταν πανύψηλος κι είχε ένα µονάχα µάτι στο µέτωπο. Ήταν ο Κύκλωπας Πολύ­φηµος, ο γιος του Ποσειδώνα.Έκλεισε την πόρτα της σπηλιάς µ' ένα τεράστιο βράχο κι άναψε δυνατή φωτιά.

Τότε είδε τους ξένους και τους ρώτησε άγρια ."ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΤΕ ΕΣΕΙΣ;"

« Ξένοι ναυαγοί, γυρίζουµε απ' την Τροία», του είπε ο Οδυσσέας. Αµέσως ο Πολύφηµος άρπαξε δυο συντρόφους και τους έφαγε. Μετά έπεσε για ύπνο. Το πρωί έφαγε άλλους δύο, άνοι­ξε την πόρτα της σπηλιάς, έβγαλε το κοπάδι, την ξανάκλεισε κι έφυγε. Τότε ο Οδυσ­σέας, ο πολυµήχανος, πήρε ένα µακρύ κλαδί, το έξυσε στην άκρη, ώστε να είναι µυ­τερό, και το έκρυψε στις στάχτες.

Το βράδυ γύρισε ο Πολύφηµος κι έφαγε κι άλλους δυο από τους συντρόφους. Τον πλησίασε τότε ο Οδυσσέας κρατώντας ένα ασκί µε γλυκό κρασί και του πρόσφερε να πιει. Εκείνος ήπιε, του άρεσε και ζήτησε κι άλλο. "Ποιο είναι το όνοµά σου» ρώτησε τον Οδυσσέα τότε. "Κανένα µε φωνάζουν», απάντησε εκείνος. "Εσένα, Κανένα, θα σε φάω τελευταίο», ξανάπε ο Κύκλωπας και συνέχισε να πίνει, ώσπου τελείωσε όλο το κρασί και µεθυσµένος αποκοιµήθηκε.

Σηκώθηκε τότε ο Οδυσσέας, άρπαξε το µυτερό κλαδί και, µε τη βοήθεια των συντρό­φων του, το κάρφωσε στο µάτι του Πολύφηµου. Εκείνος πετάχτηκε ουρλιάζοντας και φώναζε βοήθεια. Οι άλλοι Κύκλωπες έτρεξαν έξω απ' τη σπηλιά "Τι έπαθες, Πολύφηµε», ρωτούσαν. "Με τύφλωσε ο Κανένας». «Αφού κανένας δε σε τύφλωσε, τι φωνάζειο του απάντησαν κι έφυγαν θυµωµένοι.

Τα ξηµερώµατα ο Κύκλωπας άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς και κάθισε εκεί µε απλω­µένα χέρια για να τους πιάσει. Όµως ο Οδυσσέας έδεσε τους συντρόφους του κάτω από την κοιλιά των πιο µεγάλων κριαριών κι ο ίδιος κρεµάστηκε απ' τα µαλλιά του πιο

µεγάλου ζώου. Ο Κύκλω­πας χάιδευε στη ράχη τα κριάρια, καθώς έβγαιναν,

και δεν κατάλαβε πως από κάτω ήταν οι άνθρωποι.

Όταν βγήκαν όλοι απ'τη σπηλιά, έτρεξαν στο καρά­βι και ξεκίνησαν. Καθώς αποµακρύνονταν, φώναξε ο Οδυσσέας.

«Πολύφηµε, αν σε ρωτή­σουν ποιος σε τύφλωσε, να πεις ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη απ' την Ιθάκη».

Άρπαξε τότε ένα τερά­στιο βράχο ο Κύκλωπας και τον έριξε στο καράβι, µα δεν το χτύπησε. Κι αµέσως σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: «Πατέρα, Ποσειδώνα, τον Οδυσσέα που µε τύφλωσε µην τον αφήσεις να γυρίσει στην Ιθάκη, µα αν είναι να γυρί­σει, να περάσει χίλια βάσα­να, να φτάσει µόνος, µε ξέ­νο πλοίο, κι εκεί να τον βρουν καινούριες συµφο­ρες.

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου